Ο 20ος αιώνας χαρακτηρίστηκε ως ο «Αιώνας του Παιδιού». Στην ταραγμένη ιστορία του ανήκει το Παγκόσμιο Έτος του Παιδιού (UNICEF), το 1979, καθώς και η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Παιδιού από τη UNICEF. Σε αυτήν ορίζεται ως αναφαίρετο το δικαίωμα του παιδιού στην ψυχαγωγία και τις δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου, την ίση και πλήρη συμμετοχή του παιδιού στην πολιτιστική και καλλιτεχνική ζωή, καθώς και η υποχρέωση των Συμβαλλόμενων Κρατών στην εξασφάλιση αυτών των δικαιωμάτων (UNICEF Άρθρο 31).

Δημόσια Παιδική χαρά
Η παιδική χαρά αποτελεί την άμεσα συνδεδεμένη με το παιδικό παιχνίδι χωρική έκφραση αυτού του δικαιώματος στις πόλεις. Μπορεί να οριστεί ως «ένας δημόσιος κατά κανόνα χώρος με κούνιες, τσουλήθρες κ.λπ., υπαίθριος, προοριζόμενος για την ψυχαγωγία και την απασχόλησης των παιδιών, που συναντάται κατά κανόνα σ στάσεις αναψυχής στις γειτονιές, σε πλατείες, αλλά και σε εμπορικά καταστήματα». Ο παιδότοπος πλέον νομικά ορίζεται ως «ο οριοθετημένος μη κοινόχρηστος χώρος, στεγασμένος ή υπαίθριος, στον οποίο παρέχεται αποκλειστικά ψυχαγωγία, σε νήπια και παιδιά μέχρι δέκα ετών παρουσία συνοδών, υπό την επίβλεψη προσωπικού» και διαχωρίζεται από τις δημόσιες εγκαταστάσεις παιχνιδιού, όπως παιδικές χαρές, αυλές σχολίων, νηπιαγωγείων κτλ. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο επικρατών όρος για τους δημόσιους χώρους παιχνιδιού «παιδική χαρά» δεν εμπεριέχει κανένα χωρικό προσδιορισμό, παρά αποτελεί έκφραση μια συναισθηματικής κατάστασης, που μάλιστα αφορά σε μια συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα του πληθυσμού.

Ιδιωτικός Παιδότοπος
Ο όρος «παιδότοπος» από την άλλη εκφράζει το χωρικό δράσης αποκλειστικά αυτής της πληθυσμιακής ομάδας. Κανένας όρος από τους δύο δεν περιέχει το παιχνίδι. Αντίθετα, τόσο στην αγγλική όσο και στη γερμανική οι αντίστοιχες λέξεις playground (play=παιχνίδι, ground=έδαφος, έκταση, περιοχή αλλά και φόντο) και Spielplatz (Spiel=παιχνίδι και Platz=τόπος, χώρος, θέση, πλατεία) αποτελούν κυριολεκτικό ορισμό αυτών χώρων παιχνιδιού. Ο ηλικιακός προσδιορισμός εκλείπει και στις δύο περιπτώσεις, υποδηλώνοντας την οικουμενικότητα τόσο της δράσης του παιχνιδιού όσο και του χώρου που το περιβάλλει, φιλοξενεί, υποκινεί ή υποβοηθά. Η ανάγκη και η σημασία του παιχνιδιού στη ζωή και την ανάπτυξη των παιδιών –και όχι μόνο- έχει επισημανθεί και αναλυθεί ήδη από την αρχαιότητα.
Η δημιουργία και ο σχεδιασμός ωστόσο εξειδικευμένων χώρων για τη δραστηριότητα αυτή είναι ένα φαινόμενο, που γεννιέται μαζί με τη δυτική μητρόπολη όπως αυτή διαμορφώθηκε το 19ο αιώνα και τη συνοδεύει έκτοτε ως αναπόσπαστο στοιχείο του ιστού της. Η παιδική χαρά είναι ένας χώρος αφιερωμένος στην κατεξοχήν ενασχόληση των παιδιών, το παιχνίδι. Αποτέλεσε την προσφερόμενη εναλλακτική στους κινδύνους των δρόμων της πόλης, το προστατευμένο μέρος για το παιδικό παιχνίδι υπό την επίβλεψη της μητέρας ή του παιδαγωγού-φύλακα, άλλη μια χρήση στο λειτουργικό χάρτη του πολεοδόμου, αλλά και συστατικό του οράματος αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων για την ανάκτηση και ανασύσταση του δημόσιου χώρου της αστικής γειτονιάς, όσο και αντικείμενο κριτικής και τελικής απόρριψης. Το σίγουρο είναι πως η παιδική χαρά σε μια κοινότητα είναι τόσο δεδομένη όσο και το δημαρχείο και η εκκλησία, ενώ η μορφή της είναι κατά κανόνα εξίσου αναγνωρίσιμη, καθώς είτε βρίσκεται σε κάποια κωμόπολη της επαρχίας είτε στο κέντρο της Αθήνας, αποτελείται από τα ίδια βασικά στοιχεία: μια τσουλήθρα, κούνιες, τραμπάλες. Η διάλεξη αυτή εξετάζει την ιστορική προέλευση της παιδικής χαράς, ως ενός κατεξοχήν αστικού φαινομένου, και επιχειρεί να εντοπίσει το ρόλο της αλλά και τα όριά της στη σύγχρονη πόλη.